μεσοπνευμόνιο(ν)

μεσοπνευμόνιο(ν)
το анат. см. μεσαύλιον 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεσοπνευμόνιο(ν)" в других словарях:

  • μεσοπνευμόνιο — το βλ. μεσοπνευμόνιος …   Dictionary of Greek

  • θωρακοστομία — η ιατρ. διάνοιξη οπής στο θωρακικό τοίχωμα για την ελάττωση μεγάλης ενδοθωρακικής πίεσης, που οφείλεται είτε σε ανεγχείρητο μεσοπνευμόνιο όγκο είτε σε υπερβολική αύξηση τού όγκου τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracostomy <… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπνευμόνιος — α, ο, θηλ. και ος ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες») 2. το ουδ. ως ουσ. το μεσοπνευμόνιο ανατ. το μεσοθωράκιο …   Dictionary of Greek

  • οπισθοστερνικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται ή εντοπίζεται στο πρόσθιο μεσοπνευμόνιο μεταξύ τής οπίσθιας επιφάνειας τού στέρνου και τής καρδιάς («οπισθοστερνικός πόνος τής στηθάγχης») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»